σαράντισε

σαράντισε
ему исполнилось сорок лет;
2):

σαράντισεει — исполняется сорок дней (ребёнку, тж. со дня чьей-л. смерти);

σαράντισε το παιδί ребёнку исполнилось сорок дней;
3) оправиться от родов (через 40 дней); 4) церк, получать благословение священника на сороковой день после родов (в знак очищенияо родильнице)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σαράντισε" в других словарях:

  • σαραντίζω — σαράντισα 1. συμπληρώνω σαράντα μέρες: Σαράντισε το παιδί. – Δε σαράντισε ακόμη ο άντρας της, και αυτή πέταξε τα μαύρα. 2. κλείνω τα σαράντα χρόνια: Σαράντισε κι ακόμη μυαλό δεν έβαλε. 3. συμπληρώνω σαράντα μέρες από τότε που γέννησα: Η γυναίκα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαραντίζω — Ν [σαράντα] (αμτβ.) 1. συμπληρώνω σαράντα χρόνια, σαρανταρίζω, («σαράντισε ο μεγάλος γιος του») 2. (για λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες από την ημέρα τού τοκετού, οπότε και παίρνω ευχή καθαρισμού από τον ιερέα 3. (για βρέφος) συμπληρώνω σαράντα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»